Τετάρτη 14 Απριλίου 2021

Η ΩΡΑ Η ΠΙΟ ΒΑΘΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΞΑΝΑΓΙΝΟΜΑΣΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

 (θες κάτι να πεις μα η γλώσσα είναι ένα κομμάτι λάσπη)

Συνάδελφε είσαι εδώ    δε σε βλέπω στο σκοτάδι

κι αυτός ο δεκανέας της αλλαγής   αργεί

τι ώρα να ’ναι κρυώνω.

 

Κι εγώ κρυώνω

άναψε ένα σπίρτο    τι ώρα να ’ναι

πώς θα ξαναπιστέψουμε στον κόσμο

τι ώρα να ’ναι.

 

Η πύλη αμπαρωμένη    ο δρόμος έρημος

σαν πεταμένα κόκκαλα    τα φυλάκια στο σκοτάδι

κι αυτός ο δεκανέας της αλλαγής

Θε μου   αργεί

γιατί φυσάει ο άνεμος.

 

Τι ώρα να ’ναι μες στη νύχτα

τι ώρα να ’ναι μες στη βροχή

τι ώρα να ’ναι απόψε σ’ όλη τη γη!

Τι ώρα να ’ναι.

 

Βαδίζουμε    τα πόδια χώνονται στη λάσπη

δεν ακούγονται

ο ένας διψάει   ο άλλος δεν έχει κασκέτο

ο ένας μυρίζουν τα χνώτα του    ο άλλος έχει σπυριά.

Θες να συλλογιστείς    και βουλιάζεις

θες κάτι να πεις

μα η γλώσσα είναι ένα κομμάτι λάσπη

η καρδιά είναι ένα κομμάτι λάσπη

ας το μαρτυρήσει όποιος σωθεί

ο κόσμος απόψε ήτανε λάσπη

δος  μου το χέρι σου.

 

Τ’ αυτόματα στην αμασχάλη

οι μουσαμάδες των φαντάρων    τρίζουν

κι αρχίζει η βροχή

ο ένα κρυώνει    ο άλλος κρατάει έναν μπόγο

ο ένας θυμάται τον ήλιο

ο άλλος μ’ ένα πόδι ξύλινο.

Κάποτε περπατούσαν

τα παπούτσια τους τρίζαν    πάνω στα φύλλα

συλλογιστείτε    πάνω στα φύλλα.

 

Κάθε τόσο παραμερίζουμε

να περάσουν τα φορτηγά

μια μυρωδιά ψωμιού

ένα καμιόνι με κουραμάνες

η μία δίπλα στην άλλη

δε θα κρυώνουν

δος μου το χέρι σου.

 

Να μπορούσε    να σταθεί κανείς λίγο

όσο να βγάλει την αρβύλα του

και να την σφεντονίσει   στον ουρανό

όσο να χουχουλίσει    την ξυλιασμένη πατούσα του

η νύχτα είναι ένας τοίχος    μαύρος

η λάσπη ένα τάφος σίγουρος

δος μου το χέρι σου

 

Βαδίζουμε

ο ένας κοιτάει μακριά    ο άλλος δεν βλέπει τίποτα

ο ένας μια ουλή στο πρόσωπο    ο άλλος σταματάει

δεν πάει πουθενά

ένας φαντάρος ξεμάκρυνε    και κατουράει.

 

Να μπορούσε κανείς να σταθεί

όσο να βγάλει το κασκέτο

να κρύψει το πρόσωπό του

όσο να σκύψει να βρει

τι να βρει

ο σκοπός βήχει δίπλα του

το μισό του αφτί    πάνω απ’ το σηκωμένο γιακά

θα ’θελες να το δαγκώσεις

αυτός ζαρώνει το μούτρο του

και τρίβει το παγωμένο αφτί του

ο ένας θυμάται    ο άλλος φτύνει

ο ένας ήξερε ιστορίες

ο άλλος έχει μονάχα ένα χέρι

δος μου το χέρι σου.

Μια στιγμή τα βήματα    βροντάνε πάνω στη γέφυρα

βουλιάζουμε ξανά στη λάσπη

πού πάμε;

 

Δος μου το χέρι σου.

[κι άλλα αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ Το Χρονικό της Μακρονήσου 1952]

 


ΝΥΧΤΑ ΠΙΚΡΗ ΣΑΝ ΤΗΝ ΑΔΙΚΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΛΗΣΜΟΝΙΑ ΠΙΚΡΗ (από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ 1952)

Το φανάρι    ακουμπισμένο στο χώμα

ένα φανάρι κοινό

έξη φαντάροι με όπλα

ένας άνθρωπος που σκάβει

πικρή νύχτα    σαν την αδικία πικρή.

 

Ανεβοκατεβαίνει η αξίνα

στο πρόσωπό του ακόμα ο ύπνος

σαν δαγκωματιά

η παγωνιά του κλέβει τα χέρια

το χώμα είναι αμίλητο τη νύχτα

δεν έχουμε καιρό.

 

Αν τον ρωτήσετε τι έφταιξε

δε θα ξέρει τι ν’ απαντήσει

τα κρίματά του ας είναι πάνω μας

όλοι αγαπάμε τη ζωή

οι φαντάροι σηκώνουν το γιακά τους

δεν ξέρουν ούτε αυτοί.

 

Κι όμως πρέπει απόψε πριν πεθάνει

να σκάψει μονάχος τον τάφο του

μια τρύπα

στο σκληρό παγωμένο χώμα.

«Έτσι λέει η διαταγή».

 

Όλοι οι άνθρωποι μοιάζουνε στον κόσμο

στο δρόμο δεν μας προσέχουνε

ίσως κιόλας τον έχετε συναντήσει

το κεφάλι του κουρεμένο

ένα τρύπιο αμπέχονο

ο ουρανός απόψε είναι τυφλός.

 

Κάθε σβώλος γης   είναι μια στιγμή που χάνεται

κάθε χτύπημα είναι κι ένα βήμα

αύριο δε θα θυμόμαστε τίποτα

πικρή νύχτα    σαν τη λησμονιά πικρή.

 

Αν τον άφηναν    θα μπορούσε να σκάψει όλη τη γη

αν μπορούσε σκάβοντας να ζήσει

κάθε στιγμή γκρεμίζονται τα χέρια του

το φανάρι του δίνει έναν ήσκιο μακρύ

και μιαν όψη απ’ ασβέστη.

 

Αν τον άφηναν    να κρατάει μια μικρή θέση

μια μικρή θέση κάπου σε μια γωνιά

που να μη χωράει παρά δυο πόδια

έστω και γυμνά.

 

Αν τον άφηναν

πες μας κυρ-δεκανέα

είναι πάντα όμορφα   τα σαββατόβραδα στη γη

γεμίζουν πάντα οι δρόμοι

παιδιά και φυσαρμόνικες.

Όταν γελούσε μίκραιναν τα μάτια της

την ξάφνιαζαν κυρ-δεκανέα

οι κρότοι απ’ τις γκαζόζες

σαν ένα τσίγκινο πλυμένο τραπεζάκι

ο κόσμος ήταν στρογγυλός.

 

Αν τον άφηναν   μονάχα μια στιγμή

όσο ν’ ακουμπήσει στην αξίνα του

και να θυμηθεί

πιο καλά είναι να βιαστείς απόψε σύντροφε

πικρή νύχτα

σαν την ταπείνωση πικρή.

 

Αν τον άφηναν

μα γιατί να ’χουμε κάνει   τόσο σύντομη τη ζωή

γιατί κάθε χτύπημα   να ’ναι κι ένα βήμα

εκεί είναι κρύο σύντροφοι

να ’λεγε τουλάχιστον αλήθεια η μητέρα

να ’ταν να βρίσκαμε κει κάτω    λίγη ζωή.

 

Όσο πάει και δυναμώνει ο άνεμος

δεν έκαμε το σταυρό του

τον σκέπασαν γρήγορα

τι σημασία έχει τ’ όνομα ενός νεκρού

έπρεπε να πεθάνει    και πέθανε

η ζωή δε θα τον ξεχάσει.

 

Όμως αυτά τα έξη παιδιά

πώς δέχθηκαν να πυροβολήσουν

ας μη μάθει κανείς τι έγινε απόψε

πικρή νύχτα   σαν την υποταγή πικρή.

 

Η ΒΡΟΧΗ ΠΑΙΖΕΙ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΣΚΗΝΕΣ

Κάπου ένα σκυλί

δυο αγάλματα στην πλατεία

η βροχή παίζει ταμπούρλο

πάνω στις σκηνές.

 

Οι δρόμοι του καταυλισμού

με τους κανόνες της ρυμοτομίας

-σαν να είναι δύσκολο να πεθάνεις

σε κακοφτιαγμένους δρόμους.

 

Έν΄αυλάκι νερό.

Δεν καθρεφτίζει τίποτα.

Σ’ ένα φυλάκιο παίζουν ζάρια

δεν έχουμε τύχει απόψε

ας προχωρήσουμε.

 

Απ’ το Διοικητήριο φώτα

στο παράθυρο ο κύριος διοικητής

μια κοφτή γραμμή το στόμα.

Παύση.

 

Στην πόρτα ο σκοπός κρυώνει

ε φίλε, απάνω έχει ζεστασιά.

 

Τρεις φαντάροι μεθυσμένοι

τι τραγουδάνε

η γέφυρα είναι ξύλινη.

 

Ο κύριος διοικητής

τρομάζει το σκοτάδι

δε βγαίνει ποτέ τη νύχτα απ’ το δωμάτιο.

Κάποτε αποπάτησε στο κράνος του.

Κι άλλη παύση.

Τίποτα.

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ Το Χρονικό της Μακρονήσου 1952]

 

 

ΤΙ ΝΑ ’ΝΑΙ  ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΦΕΓΓΕΙ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΝΑ ’ΝΑΙ ΑΡΑΓΕ ΗΛΙΟΣ (από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ 1952)

Ένας άνθρωπος καίγεται
ένας άνθρωπος φωτίζει τη νύχτα
ολόρθος σ’ ένα φυλάκιο φωτίζει τη νύχτα
τον αλείψαν πετρέλαιο   και τον άναψαν
άναψε κιόλας μια μεγάλη φωτιά   στον κόσμο
πάμε να ζεσταθούμε απόψε
να δούμε λίγο ουρανό
να δούμε μήπως έχουμε πεθάνει
και αυτά τα δυο παιδιά
αυτοί οι δυο ξυλιασμένοι φαντάροι
να δούνε την ώρα
να δούνε ότι είναι η ώρα
που κανένα ρολόι δεν έδειξε ποτέ
που κανείς δεκανέας της αλλαγής
δεν υπάρχει
να δούνε ότι είναι η ώρα
η ώρα η πιο βαθειά της νύχτας
που ξαναγινόμαστε άνθρωποι

 

ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΧΩΜΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ

Καθισμένοι στο χώμα    συλλογιστείτε

στο χώμα

σε μια χαράδρα λοξά   κρεμασμένη στη νύχτα

γιατί είναι νύχτα σύντροφε

παγωνιά σύντροφε.

 

Περιμένουμε

σαν φτυσιές κολλημένοι   στο χώμα

με τα νύχια καρφωμένα   στο χώμα

άδειο το πρόσωπο   τα χέρια τυφλά

ο ένας νυστάζει   ο άλλος μασάει το γιακά του

ο ένας έχει ψείρες   ο άλλος πιστεύει στο Θεό.

 

Καθισμένοι στο χώμα    περιμένουμε

ο ένας τρέμει   ο άλλος με δεμένο κεφάλι

ο ένας ήταν ομπρελάς   ο άλλος φοβάται τη νύχτα

γιατί είναι νύχτα σύντροφε

παγωνιά σύντροφε.

 

Οι σκοποί πηγαινοέρχονται.

Πίσω απ’ το φακό

τα δόντια τους θα ’ναι κίτρινα

δε μπορεί   θα ’ναι κίτρινα.

Η δέσμη του φακού

δίνει ένα πρόσωπο    ξεθάβει ένα χέρι

σκοντάφτει   στα λυγισμένα γόνατα

ο ένας ψάχνει τις τσέπες του

ο άλλος ψάχνει για ουρανό

ο ένας μετάνιωσε   ο άλλος ελπίζει ακόμα.

 

Να μπορούσε κανείς   να σηκωθεί

να θυμηθεί τα πόδια του   και να σηκωθεί

έστω κι αν βαδίσει   μες στη λάσπη

έστω κι αν βαδίσει   μες στη βροχή

μονάχα να σηκωθεί

συλλογιστείτε

να σηκωθεί

έστω κι αν χαθεί   μέσα στη νύχτα

γιατί είναι νύχτα σύντροφε

παγωνιά σύντροφε.

 

Για να ζήσουμε

πρέπει ν’ αρνηθούμε   πως είναι νύχτα

ν’ αρνηθούμε    πως θα ξημερώσει.

 

Μ’ αφού είναι νύχτα

κι αφού θα ξημερώσει

περιμένουμε

ο ένας λέει: τι θα γίνει

ο άλλος λέει μονάχα: σίγουρα

ο ένας είναι κίτρινος

ο άλλος δαγκώνει ένα κλειδί.

Κάποιος δείχνει με το δεκανίκι

αλλά δείχνει μακριά.

 

Καθισμένοι στο χώμα

περιμένουμε στο χώμα

περιμένουμε στη νύχτα

γιατί είναι νύχτα σύντροφε

παγωνιά σύντροφε.

 [αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ Το Χρονικό της Μακρονήσου 1952]

 

ΤΩΡΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΘΕΙ (από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ 1952)

Πέντε δίκοχα γύρω

ο λοχαγός δίχως όνομα

ένα παιδί γυμνό   κρεμασμένο απ’ τα χέρια

αυλακωμένο το σώμα του

κουρελιασμένο απ’ τις βουρδουλιές

μόλις πατάν τα νύχια του στο πάτωμα

όπως σηκώνεται κανείς να δει

ένα κορίτσι που γελάει πίσ’ απ’ το φράχτη

 

Ο λοχαγός τον ρωτάει.

 

Ο βούρδουλας καίει το πετσί

ο πόνος γίνεται ένα με το σώμα

ο πόνος γίνεται ο ίδιος με το σώμα

ύστερα θυμάται   ένα μισοχτισμένο σπίτι στη γωνιά

το παιδί στη σκαλωσιά ανεβάζει πέτρες

μα γιατί ένα τόσο μικρό παιδί

για τόσο μεγάλες πέτρες

τα ποδαράκια του λύγισαν ξαφνικά

δεν πρόφτασε να πιαστεί

το παιδικό κρανίο στις πλάκες   άνοιξε

μια γυναίκα αλαλιασμένη   φώναζε μονάχα: μη…

 

Τώρα πρέπει να μιλήσει   για να σωθεί

πρέπει να πάψει να θυμάται   και να ζήσει.

Θέλει να ζήσει   όπως θέλετε κι εσείς.

 

Στο τραπέζι χαρτιά

ένα μονόφθαλμο πηλήκιο

το αίμα του κάτου στο πάτωμα

ζωγράφιζε σχέδια φανταστικά.

 

Ο βούρδουλας κάνει ένα αυλάκι

ένα χέρι στο σκοτάδι

το ταβάνι στάζει νερά

η αδελφή του   δίπλα στο σβηστό μαγκάλι

δε μιλάει   κοιτάζει μακριά.

Κείνο το βράδυ ήταν παράξενη

μιλούσε ώρες

θυμάται μονάχα μια λέξη

ακατανόητη λέξη  -  χαρά.

Το ίδιο βράδυ χάθηκε με κάποιον.

Πέθανε στη γέννα μάθαμε.

 

Τώρα πρέπει να μιλήσει   για να σωθεί

πρέπει να πάψει να ονειρεύεται

και να ζήσει.

Η μέρα είναι ακόμα μακριά

και φοβάται μη γονατίσει

όπως φοβόσαστε κι εσείς.

 

Ένα τετράγωνο νύχτας   στ’ ανοιχτό παράθυρο

το πρόσωπό του ματωμένο

σαν τις αποκριάτικες μάσκες

που μας τρομάζανε παιδιά.

 

Ο λοχαγός ανάβει τσιγάρο.

Το φυτίλι πήρε φωτιά

τα χέρια του συντρόφου του είναι γρήγορα

όπου να ’ναι θα φτάσει στο δυναμίτη

όπου να ’ναι έρχεται η  άνοιξη.

Σωπαίναμε στο γυρισμό

κάθε τόσο τα χέρια τους αγγίζαν

ο σύντροφός του μίλαγε ψευδά

ντρεπόταν και μιλούσε λίγο.

 

Ο λοχαγός τον ρωτάει   ξαναρωτάει

η γυναίκα αλαλιασμένη   όλο φωνάζει:

μη…

 

Τώρα πρέπει να μιλήσει   για να σωθεί

πρέπει να πάψει ν’ αγαπάει    και να ζήσει.

Ο λοχαγός λέει:   μίλησε

ο βούρδουλας λέει:   μίλησε

η νύχτα του λέει:   μίλησε

μα η νύχτα είναι λίγη

οι σύντροφοι πολλοί

κι έκοψε με τα δόντια του τη γλώσσα

όπως θα κάνατε κι εσείς

 


ΜΗΝ ΚΟΙΜΗΘΕΙΣ ΑΠΟΨΕ ΣΥΝΤΡΟΦΕ   ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ ΑΝ ΘΑ ΞΑΝΑΪΔΩΘΟΥΜΕ…

βάλε αυτό το σπιρτόξυλο

να σου κρατάει τα βλέφαρα ανοιχτά.

Αύριο οι σημαίες μας θ’ ανεμίζουν

αν δεν κοιμηθείς.

Θα ’ναι κατακόκκινες

αν μείνουμε άγρυπνοι απόψε.

Προσπάθησε να συλλογιέσαι:   κατακόκκινες

ή βγάλε την αρβύλα σου

κι ακόνιζε τα δόντια σου στις πρόκες

περνάει η νύχτα έτσι.

Η νύχτα είναι μεγάλη

πρόσεξε μην κοιμηθείς.

 

Άγιο μίσος

δος μου το χέρι σου!

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ Το Χρονικό της Μακρονήσου 1952]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ